- ἕσα
- ἕννυμιves-aor ind act 1st sg (epic)ἕζομαιseat oneselfaor ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Έσα ντε Κεϊρόζ, Χοσέ Μαρία — (José Maria Εçαde Queiroz, Πόβοα ντε Βαρζίμ 1845 – Παρίσι 1900). Πορτογάλος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του πορτογαλικού ρεαλισμού. Σπούδασε νομικά, αναγορεύθηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα… … Dictionary of Greek
Κεϊρός, Χοσε Μαρία Έσα ντε- — Πορτογάλος λογοτέχνης. Βλ. λ. Έσα ντε Κεϊρός, Χοσε Μαρία … Dictionary of Greek
ἐσαθρήσω — ἐσᾱθρήσω , εἰσαθρέω look at aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) εἰσαθρέω look at aor subj act 1st sg εἰσαθρέω look at fut ind act 1st sg ἐσᾱθρήσω , εἰσαθρέω look at futperf ind act 1st sg (doric aeolic) εἰσαθρέω look at aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάγαγον — ἐσά̱γαγον , εἰσάγω lead in aor ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐσά̱γαγον , εἰσάγω lead in aor ind act 1st sg (doric aeolic) εἰσάγω lead in aor ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσάγω lead in aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάγαν — ἐσά̱γᾱν , εἰσ ἀγάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐσά̱γᾱν , εἰσ ἀγάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐσάγᾱν , εἰσ ἀγάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐσάγᾱν , εἰσ ἀγάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάκουον — ἐσά̱κουον , εἰσακούω hearken imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐσά̱κουον , εἰσακούω hearken imperf ind act 1st sg (doric aeolic) εἰσακούω hearken imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) εἰσακούω hearken imperf ind act 1st sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσασα — ἕσᾱσα , ἕζομαι seat oneself aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἕσᾱσα , ἵζω si sd o aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυσοδένω — εσα, έθηκα, εμένος, δένω με αλυσίδα: Αλυσόδεσαν τους κλέφτες και τους έριξαν στη φυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασυνδέω — εσα, έθηκα, εμένος, ξαναδένω (κυριολ. και μτφ.): Προσπάθησε να ανασυνδέσει τις ιδέες του, αλλά δεν το κατάφερε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκαλώ — εσα, έστηκα, εσμένος, ονομάζω (κυρίως για κακό): Τον αποκάλεσε παλιάνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)